ἀκαχύνω

ἀκαχύνω
ἀ̱καχύ̱νω , ἀκαχύνω
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω
aor subj act 1st sg
ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω
pres subj act 1st sg
ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω
pres ind act 1st sg
ἀκαχύ̱νω , ἀκαχύνω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαχύνω — ἀκαχύνω (Α) απαντά στους τύπους ἀκαχῡναι και ἀκαχυνέμεν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. ενεστώτα αντί ἄχομαι* (ή ἀχέω*) βλ. ἀκαχίζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκαχῦναι — ἀκαχύνω aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαχυνέμεν — ἀκαχῡνέμεν , ἀκαχύνω pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”